- ὀνοθήλεια
- ὀνο-θήλεια, ἡ,A she-ass, POxy.922.24 (vi/vii A. D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονοθήλεια — ὀνοθήλεια, ἡ (ΑΜ) θηλυκός όνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θήλεια, θηλ. τού επιθ. θῆλυς «θηλυκός»] … Dictionary of Greek